πεσιμιστικός

πεσιμιστικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στον πεσιμισμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεσιμιστικός — και παλ. τ. πεσσιμιστικός, ή, ό, Ν [πεσιμιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεσιμισμό 2. απαισιόδοξος. επίρρ... πεσιμιστικά με πεσιμιστικό τρόπο με απαισιοδοξία, απαισιόδοξα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”